Το μάρμαρο θεωρείται από τα πιο σημαντικά και αξιόλογα δομικά υλικά, είτε χρησιμοποιείται σε λαξευτούς λίθους είτε σε δάπεδα ή επενδύσεις προσόψεων. Η χρήση του σε οποιοδήποτε χώρο και μόνο αρκεί για να θεωρηθεί αυτός ο χώρος πολυτελής. Η ανθεκτικότητα, η αισθητική και η εμφάνισή του το κατατάσσει στις πρώτες επιλογές των καταναλωτών.
Τα χαρακτηριστικά των μαρμάρων είναι, ότι κόβονται και στιλβώνονται πολύ εύκολα, έχουν λάμψη και η επιφάνειά τους είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή. Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο δάπεδο, το μάρμαρο κόβεται σε πλάκες με πάχος ως επί το πλείστον, 2 έως 3 εκατοστά και σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλόγραμμου. Οι αρμοί του μπορεί να έχουν πλάτος από 1 έως 6 χιλιοστά και η πλήρωσή τους γίνεται με αρμόστοκους ή κονιάματα.
Το μάρμαρο ως κύριο χαρακτηριστικό του έχει τον ασβεστίτη. Οι κόκκοι του ασβεστίτη είναι κρυσταλλικοί και είναι αυτοί που προσδίδουν τη λαμπερότητα τους στο μάρμαρο και μπορεί να είναι μικροί ή χονδροί. Από τη σύσταση του μαρμάρου, το πάχος των κόκκων και τη σκληρότητα του εξαρτάται και η επιτυχημένη λείανσή του.
Ελληνικά μάρμαρα: Τα Ελληνικά μάρμαρα είναι γνωστά σε όλον τον κόσμο. Τα χρώματά τους καλύπτουν όλες τις αποχρώσεις από το Πεντελικό λευκό έως το μαύρο μάρμαρο της Μάνης. Τα πιο γνωστά είδη μαρμάρων είναι:
Το Πεντελικό: είναι λευκό με κυανότεφρες και τεφρές φλέβες. Έχει ελαφριά στρωσιγενή δομή και πολύ καλή ομοιογενή εμφάνιση. Σήμερα που δεν λειτουργούν τα λατομεία Πεντέλης, χρησιμοποιούνται τα παρεμφερή μάρμαρα, από γειτονικά λατομεία όπως του Διονύσου, που παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το Πεντελικό.
Της Καρύστου: Το χρώμα του είναι λευκοπράσινο έως τεφροπράσινο με γραμμές και φλέβες ελλειψοειδούς μορφής.
Της Πάρου: Είναι τελείως λευκό χωρίς στίγματα ή φλέβες, παρουσιάζει πολύ μεγάλη διαφάνεια και θεωρείται μαζί με το Πεντελικό, το καλύτερο του κόσμου.
Της Δομβραίνης: Εμφανίζεται σε διάφορες αποχρώσεις από κίτρινο έως κιτρινοκόκκινο με νερά ανοικτότερου χρώματος.
Της Σκύρου: Έχει λευκό, υποκίτρινο ή ροδόχρωμο χρώμα με σκιάσεις και βαθύχρωμες φλέβες. Εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων του παρουσιάζει και μεγάλη αντοχή στα βορειότερα κλίματα.
Της Μάνης: Έχει δύο βασικούς χρωματισμούς, το βαθύ κόκκινο του Ταινάρου με στίγματα και λευκές κρυστάλλινες φλέβες και το μαύρο με ελάχιστες κηλίδες.
Άλλα γνωστά μάρμαρα είναι τα πράσινα μάρμαρα της Τήνου, τα ανοιχτόχρωμα και λευκά μάρμαρα της ανατολικής Μακεδονίας, τα μπεζ μάρμαρα από το Καπανδρίτι, τα Ιωάννινα και την Άρτα, τα ερυθρά μάρμαρα της Επιδαύρου, της Καστοριάς και των Ιωαννίνων, τα ροδόχρωμα της Ρόδου και της Τισάιου Μαγνησίας κ.ά.
Ο ιστός των μαρμάρων είναι κατά κανόνα ομοιόμορφα στερεός και συμπαγής. Πορώδεις και αδενώδεις μάζες μαρμάρων παρουσιάζονται σπάνια. Η διαφάνεια τους είναι αρκετά μεγάλη. Το μάρμαρο της Πάρου αφήνει το φως να διέρχεται  από πλάκες πάχους 25 χλστ, το καλύτερο μάρμαρο της Καρράρας από πλάκες πάχους 25 χλστ και το καλύτερο λευκό της Πεντέλης από πλάκες πάχους 15 χλστ. Το χρώμα του μαρμάρου είναι  κυρίως λευκό με διάφορες  αποχρώσεις.  Στις περιπτώσεις που το μάρμαρο έχει υποστεί μεταμόρφωση από επίδραση θερμών διαλυμάτων πυριγενών πετρωμάτων, όπως είδαμε πιο πάνω, παρουσιάζει ένα περίπου γαλάζιο χρώμα. Συχνότερα εμφανίζονται παραλλαγές ανοιχτές γκρίζες και σπανιότερα παραλλαγές σκουρόχρωμες. Το  γκρίζο χρώμα κάποιων μαρμάρων προέρχεται από πρόσμειξη μορίων άνθρακα και γραφίτη. Χημικά εξεταζόμενο το μάρμαρο παρουσιάζεται ως επί το πλείστον πολύ καθαρό (ανθρακικό ασβέστιο) και περιέχει κατά κανόνα εκτός του ανθρακικού ασβεστίου  και ανθρακικού μαγνησίου, μικρά ποσά σιδήρου, μαγγανίου και πυριτικού οξέος. Όταν το μάρμαρο περιέχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα ανθρακικού μαγνησίου , τότε ονομάζεται δολομιτικό μάρμαρο. Τα δολομιτικά μάρμαρα είναι γενικά περισσότερο λεπτόκοκκα από τα καθαρά ασβεστικά και παρουσιάζουν  στις αποσαθρωμένες επιφάνειές τους  εντονότερη  απόχρωση σκουριάς.Τα μάρμαρα παρουσιάζονται γεωλογικώς να αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις  ενστρώσεις, που έχουν ποικίλα πάχη, από λίγα εκατοστά μέχρι χίλια μέτρα, εντός μαρμαρυγιακών σχιστολίθων, φυλλιτών και άλλων πετρωμάτων. Και άλλα μεν μάρμαρα ανήκουν στο αρχαϊκό άθροισμα πετρωμάτων, άλλα όμως είναι μεταμορφωμένα πετρώματα νεώτερων γεωλογικών διαπλάσεων.
Γρανίτης
Ο γρανίτης είναι το πιο χαρακτηριστικό «δείγμα» από τα πλουτώνια πετρώματα. Τα πλουτώνια είναι πετρώματα που έπηξαν στα βάθη της γης. Πολλά από αυτά τα πετρώματα «έρχονται» στο φλοιό της γης λόγω σεισμών, καθιζήσεων και άλλων αιτιών. Εκτός από τον μαρμαρυγία που περιέχει, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του γρανίτη είναι πάρα πολύ σκληρά, ανθεκτικά και αδιαπέραστα στην υγρασία. Αυτές εξ’ άλλου οι ιδιότητες του έχουν ως αποτέλεσμα να θεωρείται ως το πιο δύσκολο πέτρωμα στην κοπή και την επεξεργασία του.
Οι γρανίτες διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
σε αλκαλικούς και ασβεστοαλκαλικούς.
Στην Ελλάδα αλκαλικούς γρανίτες συναντάμε σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας, ενώ ασβεστοαλκαλικούς συναντάμε στην Νάξο, στην Μύκονο, την Ανάφη, την Τήνο, την Ροδόπη και την Χαλκιδική. Ανάλογα με το ορυκτό που συναντάμε σε μεγαλύτερο ποσοστό μέσα στους γρανίτες διακρίνονται σε μοσχοβίτικους, βιοτικούς, διμαρμαρυγιακούς κ.ά.
Για την αποδοτική και επιτυχημένη χρησιμοποίηση των γρανιτών θα πρέπει να εξασφαλιστούν τα εξής: Πριν την τοποθέτηση να υπάρχουν όλες οι ποσότητες που θα χρειαστείτε. Επίσης να γίνει έλεγχος ώστε να μην έχει τυχόν ελαττώματα όπως ρωγμές, μικροσκασίματα κ.ά. να είναι του ιδίου χρώματος και του ιδίου πάχους. Τέλος η ευρεία γκάμα σχεδίων και χρωμάτων κάνει το γρανίτη πιο ευπροσάρμοστο, ανθεκτικό, εύκολο στη συντήρηση, γι’ αυτό και τον καθιστούν ιδανικό για εσωτερικές και εξωτερικές επιστρώσεις, επενδύσεις και πάγκους κουζινών.